Μόνο με ισχυρή ανάπτυξη η Ελλάδα θα βρεθεί πλήρως εκτός προγράμματος και θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις τονίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, Ζολτ Ντάρβας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη μείωσης των φόρων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Ο κ. Ντάρβας, μιλώντας στο ΑΜΠΕ, αναφέρεται και στα καλά νέα για την ελληνική οικονομία, που τα εντοπίζει στην επίτευξη ακόμα μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος, στην πρόωρη αποπληρωμή χρέους προς το ΔΝΤ και τη βελτίωση της θέσης της χώρας στις αγορές.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια οι συνθήκες είναι αρκετά ευνοϊκές για τη χώρα λόγω της συμφωνίας για το χρέος, ωστόσο υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που
αφορούν τη φορολογία και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος προκειμένου να διατηρηθεί η ανάπτυξη σε υψηλά επίπεδα.
«Τα καλά νέα είναι ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μεγαλύτερο από αυτό που αναμενόταν. Δείχνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει πλεόνασμα. Επίσης, καλά νέα είναι ότι οι τιμές στις αγορές έχουν πέσει κάπως, ενώ είχαμε και κάποιες αναβαθμίσεις», σχολιάζει ο κ. Ντάρβας, σημειώνοντας ότι «το μεγάλο ζήτημα, όμως δεν είναι τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον».
Όπως αναφέρει, σε αυτά τα χρόνια η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει πολύ μικρό ποσό από το χρέος της και αυτό μπορεί να γίνει εύκολα χρησιμοποιώντας και το «μαξιλάρι» μετρητών. Αυτό που είναι πιο σημαντικό, σημειώνει, είναι τι θα γίνει «σε τρία-τέσσερα χρόνια από τώρα, οπότε όλο και περισσότερα δάνεια θα αρχίζουν να ωριμάζουν και μέχρι τότε δεν ξέρουμε εάν η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή ή θα έχει αποδυναμωθεί».
Όπως εξηγεί ο κ. Ντάρβας, «κάθε βαθιά ύφεση ακολουθείται από κάποια ανάκαμψη», αλλά μόνο εάν αυτή παραμείνει «ισχυρή», η Ελλάδα θα είναι όντως στο σωστό δρόμο, «πλήρως εκτός προγράμματος και στηριζόμενη στα δικά της πόδια».
Επίσης χαιρετίζει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ τονίζει πως η αμέσως επόμενη προτεραιότητα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι η μείωση των φόρων.
«Οι φόροι είναι πολύ υψηλοί στην Ελλάδα και την ίδια στιγμή η φορολογική βάση είναι πολύ μικρή. Πολλοί άνθρωποι και εταιρείες συνεχίζουν να μην πληρώνουν φόρους, αλλά αυτοί που πληρώνουν υπόκεινται σε πολύ υψηλούς συντελεστές», σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος του think tank των Βρυξελλών, εκφράζοντας την άποψη ότι η μείωση των φόρων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι επίσης σημαντική για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
«Αυτό θα έβαζε τα δημόσια οικονομικά σε μια πιο σταθερή και βιώσιμη βάση. Καθώς επίσης και όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος προκειμένου να γίνει πιο φιλικό για τις ξένες επενδύσεις» αναφέρει ο ίδιος, ενώ υπογραμμίζει ότι πιο σημαντικό για την Ελλάδα από την πώληση ομολόγων, είναι η προσέλκυση μεγαλύτερου όγκου άμεσων ξένων επενδύσεων.
«Αυτό που κάνει η κυβέρνηση τώρα είναι μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της για τη μεταμνημονιακή περίοδο, κάτι που είναι σίγουρα πολύ σημαντικό. Εκτός όμως από αυτό, είναι αναγκαίο και για την ενίσχυση τής εμπιστοσύνης να προχωρήσει η φορολογική μεταρρύθμιση», καταλήγει ο κ. Ντάρβας.
Ο κ. Ντάρβας, μιλώντας στο ΑΜΠΕ, αναφέρεται και στα καλά νέα για την ελληνική οικονομία, που τα εντοπίζει στην επίτευξη ακόμα μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος, στην πρόωρη αποπληρωμή χρέους προς το ΔΝΤ και τη βελτίωση της θέσης της χώρας στις αγορές.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια οι συνθήκες είναι αρκετά ευνοϊκές για τη χώρα λόγω της συμφωνίας για το χρέος, ωστόσο υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που
αφορούν τη φορολογία και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος προκειμένου να διατηρηθεί η ανάπτυξη σε υψηλά επίπεδα.
«Τα καλά νέα είναι ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια το πρωτογενές πλεόνασμα είναι μεγαλύτερο από αυτό που αναμενόταν. Δείχνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει πλεόνασμα. Επίσης, καλά νέα είναι ότι οι τιμές στις αγορές έχουν πέσει κάπως, ενώ είχαμε και κάποιες αναβαθμίσεις», σχολιάζει ο κ. Ντάρβας, σημειώνοντας ότι «το μεγάλο ζήτημα, όμως δεν είναι τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον».
Όπως αναφέρει, σε αυτά τα χρόνια η Ελλάδα έχει να αποπληρώσει πολύ μικρό ποσό από το χρέος της και αυτό μπορεί να γίνει εύκολα χρησιμοποιώντας και το «μαξιλάρι» μετρητών. Αυτό που είναι πιο σημαντικό, σημειώνει, είναι τι θα γίνει «σε τρία-τέσσερα χρόνια από τώρα, οπότε όλο και περισσότερα δάνεια θα αρχίζουν να ωριμάζουν και μέχρι τότε δεν ξέρουμε εάν η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή ή θα έχει αποδυναμωθεί».
Όπως εξηγεί ο κ. Ντάρβας, «κάθε βαθιά ύφεση ακολουθείται από κάποια ανάκαμψη», αλλά μόνο εάν αυτή παραμείνει «ισχυρή», η Ελλάδα θα είναι όντως στο σωστό δρόμο, «πλήρως εκτός προγράμματος και στηριζόμενη στα δικά της πόδια».
Επίσης χαιρετίζει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια του ΔΝΤ, ενώ τονίζει πως η αμέσως επόμενη προτεραιότητα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι η μείωση των φόρων.
«Οι φόροι είναι πολύ υψηλοί στην Ελλάδα και την ίδια στιγμή η φορολογική βάση είναι πολύ μικρή. Πολλοί άνθρωποι και εταιρείες συνεχίζουν να μην πληρώνουν φόρους, αλλά αυτοί που πληρώνουν υπόκεινται σε πολύ υψηλούς συντελεστές», σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος του think tank των Βρυξελλών, εκφράζοντας την άποψη ότι η μείωση των φόρων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι επίσης σημαντική για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
«Αυτό θα έβαζε τα δημόσια οικονομικά σε μια πιο σταθερή και βιώσιμη βάση. Καθώς επίσης και όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος προκειμένου να γίνει πιο φιλικό για τις ξένες επενδύσεις» αναφέρει ο ίδιος, ενώ υπογραμμίζει ότι πιο σημαντικό για την Ελλάδα από την πώληση ομολόγων, είναι η προσέλκυση μεγαλύτερου όγκου άμεσων ξένων επενδύσεων.
«Αυτό που κάνει η κυβέρνηση τώρα είναι μια προσπάθεια να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της για τη μεταμνημονιακή περίοδο, κάτι που είναι σίγουρα πολύ σημαντικό. Εκτός όμως από αυτό, είναι αναγκαίο και για την ενίσχυση τής εμπιστοσύνης να προχωρήσει η φορολογική μεταρρύθμιση», καταλήγει ο κ. Ντάρβας.